aprensivo - ορισμός. Τι είναι το aprensivo
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι aprensivo - ορισμός


aprensivo      
adj.
Se dice de la persona sumamente pusilánime que en todo ve peligros para su salud, o imagina que son graves sus leves dolencias.
aprensivo      
Sinónimos
adjetivo
Antónimos
adjetivo
Palabras Relacionadas
aprensivo      
aprensivo, -a (de "aprehensivo")
1 ("Estar, Ser") adj. y n. Dominado por una aprensión o propenso a sentirla: "Es tan aprensivo que no come nada fuera de su casa. Está muy aprensiva con su tos".
2 Delicado en su manera de proceder. *Escrupuloso. Desaprensivo.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για aprensivo
1. "Respirar lenta y profundamente ayuda a ralentizar todo el proceso del cuerpo y el cerebro comprende que no debe ser tan aprensivo frente a estas situaciones", comenta Spackman.
2. Encaramado a un acento sureño que le valió su apodo -su verdadero nombre era Thomas-, Williams resume que no conoce a nadie más aprensivo que él "para lo escatológico". "Mis obras son extremadamente morales.
Τι είναι aprensivo - ορισμός